- λιγοθυμώ
- -άω (Μ λιγοθυμῶ, -έω)λιποθυμώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιποθυμῶ, με παρετυμολογική επίδραση τού λίγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγοθυμώ — λιγοθυμάω / λιγοθυμώ (παρατατ. συνήθως ούσα), λιγοθύμησα, λιγοθυμισμένος βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιγοθυμώ — λιγοθύμησα, λιγοθυμισμένος, λιποθυμώ: Λιγοθύμησε από την ταραχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιγοθυμιά — και λιγοθυμία, η (Μ λιγοθυμία) η λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγοθυμῶ. Για τη σχέση του με το λιποθυμία βλ. λιγοθυμώ] … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
μπαϊλντίζω — και μπαϊλντώ 1. εξαντλούμαι, καταβάλλομαι από σωματικό κάματο ή από έντονο πνευματικό ή ψυχικό πόνο, αποκάμνω από μεγάλη κούραση ή στενοχώρια («είμαι μπαϊλντισμένη από την πολλή δουλειά») 2. χάνω τις αισθήσεις μου, λιγοθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… … Dictionary of Greek
ξελιγοθυμώ — 1. συνεφέρω κάποιον από λιποθυμία 2. μού περνάει η λιγοθυμιά, συνέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λιγοθυμώ] … Dictionary of Greek
λιγοθυμάω — / λιγοθυμώ (παρατατ. συνήθως ούσα), λιγοθύμησα, λιγοθυμισμένος βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιποθυμώ — λιποθύμησα, λιποθυμισμένος, αμτβ., χάνω τις αισθήσεις μου, λιγοθυμώ: Λιποθύμησε από τη ζέστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)